ξεμυτίζω
Ελληνικά
Ετυμολογία
ξεμυτίζω < ξε- + μύτ(η) + -ίζω[1]
Προφορά
ΔΦΑ : /ksɛ.miˈti.zɔ/
συλλαβισμός : ξε‐μυ‐τί‐ζω
Ρήμα
ξεμυτίζω και ξεμυτώ, αλλά οι περισσότεροι χρόνοι σχηματίζονται από το ξεμυτίζω
προβάλλω σιγά σιγά ή διστακτικά, αρχίζω να φαίνομαι
Απο πού ξεμύτισες εσύ; (πώς βρέθηκες έτσι ξαφνικά εδώ, σιγά και κρυφά, πετάχτηκες από το πουθενά)
Κλίση
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεμυτίζω | ξεμύτιζα | θα ξεμυτίζω | να ξεμυτίζω | ξεμυτίζοντας | |
β' ενικ. | ξεμυτίζεις | ξεμύτιζες | θα ξεμυτίζεις | να ξεμυτίζεις | ξεμύτιζε | |
γ' ενικ. | ξεμυτίζει | ξεμύτιζε | θα ξεμυτίζει | να ξεμυτίζει | ||
α' πληθ. | ξεμυτίζουμε | ξεμυτίζαμε | θα ξεμυτίζουμε | να ξεμυτίζουμε | ||
β' πληθ. | ξεμυτίζετε | ξεμυτίζατε | θα ξεμυτίζετε | να ξεμυτίζετε | ξεμυτίζετε | |
γ' πληθ. | ξεμυτίζουν(ε) | ξεμύτιζαν ξεμυτίζαν(ε) |
θα ξεμυτίζουν(ε) | να ξεμυτίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεμύτισα | θα ξεμυτίσω | να ξεμυτίσω | ξεμυτίσει | ||
β' ενικ. | ξεμύτισες | θα ξεμυτίσεις | να ξεμυτίσεις | ξεμύτισε | ||
γ' ενικ. | ξεμύτισε | θα ξεμυτίσει | να ξεμυτίσει | |||
α' πληθ. | ξεμυτίσαμε | θα ξεμυτίσουμε | να ξεμυτίσουμε | |||
β' πληθ. | ξεμυτίσατε | θα ξεμυτίσετε | να ξεμυτίσετε | ξεμυτίστε | ||
γ' πληθ. | ξεμύτισαν ξεμυτίσαν(ε) |
θα ξεμυτίσουν(ε) | να ξεμυτίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεμυτίσει | είχα ξεμυτίσει | θα έχω ξεμυτίσει | να έχω ξεμυτίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεμυτίσει | είχες ξεμυτίσει | θα έχεις ξεμυτίσει | να έχεις ξεμυτίσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξεμυτίσει | είχε ξεμυτίσει | θα έχει ξεμυτίσει | να έχει ξεμυτίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεμυτίσει | είχαμε ξεμυτίσει | θα έχουμε ξεμυτίσει | να έχουμε ξεμυτίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεμυτίσει | είχατε ξεμυτίσει | θα έχετε ξεμυτίσει | να έχετε ξεμυτίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεμυτίσει | είχαν ξεμυτίσει | θα έχουν ξεμυτίσει | να έχουν ξεμυτίσει |
|
Μεταφράσεις
ξεμυτίζω
Αναφορές
ξεμυτίζω στο Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License