ξεμυαλίζω
Ελληνικά
Ετυμολογία
ξεμυαλίζω < ξε- + μυαλό + -ίζω
Ρήμα
ξεμυαλίζω, πρτ.: ξεμυάλιζα, στ.μέλλ.: θα ξεμυαλίσω, αόρ.: ξεμυάλισα, παθ.φωνή: ξεμυαλίζομαι, μτχ.π.π.: ξεμυαλισμένος
παίρνω τα μυαλά κάποιου, τον παραπλανώ με γοητευτικές προτάσεις, τον κάνω να μη σκέφτεται λογικά
Συνώνυμα
ξελογιάζω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεμυαλίζω | ξεμυάλιζα | θα ξεμυαλίζω | να ξεμυαλίζω | ξεμυαλίζοντας | |
β' ενικ. | ξεμυαλίζεις | ξεμυάλιζες | θα ξεμυαλίζεις | να ξεμυαλίζεις | ξεμυάλιζε | |
γ' ενικ. | ξεμυαλίζει | ξεμυάλιζε | θα ξεμυαλίζει | να ξεμυαλίζει | ||
α' πληθ. | ξεμυαλίζουμε | ξεμυαλίζαμε | θα ξεμυαλίζουμε | να ξεμυαλίζουμε | ||
β' πληθ. | ξεμυαλίζετε | ξεμυαλίζατε | θα ξεμυαλίζετε | να ξεμυαλίζετε | ξεμυαλίζετε | |
γ' πληθ. | ξεμυαλίζουν(ε) | ξεμυάλιζαν ξεμυαλίζαν(ε) |
θα ξεμυαλίζουν(ε) | να ξεμυαλίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεμυάλισα | θα ξεμυαλίσω | να ξεμυαλίσω | ξεμυαλίσει | ||
β' ενικ. | ξεμυάλισες | θα ξεμυαλίσεις | να ξεμυαλίσεις | ξεμυάλισε | ||
γ' ενικ. | ξεμυάλισε | θα ξεμυαλίσει | να ξεμυαλίσει | |||
α' πληθ. | ξεμυαλίσαμε | θα ξεμυαλίσουμε | να ξεμυαλίσουμε | |||
β' πληθ. | ξεμυαλίσατε | θα ξεμυαλίσετε | να ξεμυαλίσετε | ξεμυαλίστε | ||
γ' πληθ. | ξεμυάλισαν ξεμυαλίσαν(ε) |
θα ξεμυαλίσουν(ε) | να ξεμυαλίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεμυαλίσει | είχα ξεμυαλίσει | θα έχω ξεμυαλίσει | να έχω ξεμυαλίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεμυαλίσει | είχες ξεμυαλίσει | θα έχεις ξεμυαλίσει | να έχεις ξεμυαλίσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξεμυαλίσει | είχε ξεμυαλίσει | θα έχει ξεμυαλίσει | να έχει ξεμυαλίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεμυαλίσει | είχαμε ξεμυαλίσει | θα έχουμε ξεμυαλίσει | να έχουμε ξεμυαλίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεμυαλίσει | είχατε ξεμυαλίσει | θα έχετε ξεμυαλίσει | να έχετε ξεμυαλίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεμυαλίσει | είχαν ξεμυαλίσει | θα έχουν ξεμυαλίσει | να έχουν ξεμυαλίσει |
|
Μεταφράσεις
ξεμυαλίζω
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License