ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο


ξεμυαλισμένος

Ελληνικά

πτώση ενικός
ονομαστική ξεμυαλισμένος ξεμυαλισμένη ξεμυαλισμένο
γενική ξεμυαλισμένου ξεμυαλισμένης ξεμυαλισμένου
αιτιατική ξεμυαλισμένο ξεμυαλισμένη ξεμυαλισμένο
κλητική ξεμυαλισμένε ξεμυαλισμένη ξεμυαλισμένο
πτώση πληθυντικός
ονομαστική ξεμυαλισμένοι ξεμυαλισμένες ξεμυαλισμένα
γενική ξεμυαλισμένων ξεμυαλισμένων ξεμυαλισμένων
αιτιατική ξεμυαλισμένους ξεμυαλισμένες ξεμυαλισμένα
κλητική ξεμυαλισμένοι ξεμυαλισμένες ξεμυαλισμένα

Ετυμολογία

ξεμυαλισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ξεμυαλίζω

Μετοχή

ξεμυαλισμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη ξεμυαλίζω

Μεταφράσεις
ξεμυαλισμένος

αγγλικά : ερωτικά: infatuated (en), smitten (en), taken (en)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License