ξεμπουκάρω
Ελληνικά
Ετυμολογία
ξεμπουκάρω < ξε- + μπουκάρω
Ρήμα
ξεμπουκάρω, πρτ.: ξεμπούκαρα, στ.μέλλ.: θα ξεμπουκάρω, αόρ.: ξεμπουκάρισα
βγαίνω (από ένα άνοιγμα, μπούκα) με ορμή, εμφανιζόμενος αιφνιδιαστικά κάπου
Μεταφράσεις
ξεμπουκάρω
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License