.
ξεμωραίνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
ΔΦΑ : /kse.moˈɾe.no.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός : ξε‐μω‐ραί‐νο‐μαι
Ρήμα
ξεμωραίνομαι, π.αόρ.: ξεμωράθηκα, μτχ.π.π.: ξεμωραμένος, (ενεργ.: ξεμωραίνω)
παθητική φωνή του ρήματος ξεμωραίνω → δείτε και την κλίση
↪ έχει αρχίσει να ξεμωραίνεται· σαλιαρίζει, χαριεντίζεται, και παλιμπαιδίζει
Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Creative Commons Attribution/Share-Alike License· μπορεί να ισχύουν και πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.