ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο


ξεμοναχιάζω

Ελληνικά

Ετυμολογία

ξεμοναχιάζω < ξε- + μονάχος + -ιάζω

Ρήμα

ξεμοναχιάζω, πρτ.: ξεμονάχιαζα, στ.μέλλ.: θα ξεμοναχιάσω, αόρ.: ξεμονάχιασα, παθ.φωνή: ξεμοναχιάζομαι, μτχ.π.π.: ξεμοναχιασμένος

απομακρύνω κάποιον από τους άλλους ανθρώπους επιδιώκοντας να βρεθώ μόνος μαζί του

Συγγενικές λέξεις

ξεμονάχιασμα


Κλίση

Εξακολουθητικοί χρόνοι
πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. ξεμοναχιάζω ξεμονάχιαζα θα ξεμοναχιάζω να ξεμοναχιάζω ξεμοναχιάζοντας
β' ενικ. ξεμοναχιάζεις ξεμονάχιαζες θα ξεμοναχιάζεις να ξεμοναχιάζεις ξεμονάχιαζε
γ' ενικ. ξεμοναχιάζει ξεμονάχιαζε θα ξεμοναχιάζει να ξεμοναχιάζει
α' πληθ. ξεμοναχιάζουμε ξεμοναχιάζαμε θα ξεμοναχιάζουμε να ξεμοναχιάζουμε
β' πληθ. ξεμοναχιάζετε ξεμοναχιάζατε θα ξεμοναχιάζετε να ξεμοναχιάζετε ξεμοναχιάζετε
γ' πληθ. ξεμοναχιάζουν(ε) ξεμονάχιαζαν
ξεμοναχιάζαν(ε)
θα ξεμοναχιάζουν(ε) να ξεμοναχιάζουν(ε)
Συνοπτικοί χρόνοι
πρόσωπα Αόριστος Συνοπτ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Απαρέμφατο
α' ενικ. ξεμονάχιασα θα ξεμοναχιάσω να ξεμοναχιάσω ξεμοναχιάσει
β' ενικ. ξεμονάχιασες θα ξεμοναχιάσεις να ξεμοναχιάσεις ξεμονάχιασε
γ' ενικ. ξεμονάχιασε θα ξεμοναχιάσει να ξεμοναχιάσει
α' πληθ. ξεμοναχιάσαμε θα ξεμοναχιάσουμε να ξεμοναχιάσουμε
β' πληθ. ξεμοναχιάσατε θα ξεμοναχιάσετε να ξεμοναχιάσετε ξεμοναχιάστε
γ' πληθ. ξεμονάχιασαν
ξεμοναχιάσαν(ε)
θα ξεμοναχιάσουν(ε) να ξεμοναχιάσουν(ε)
Συντελεσμένοι χρόνοι
πρόσωπα Παρακείμενος Υπερσυντέλικος Συντελ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική
α' ενικ. έχω ξεμοναχιάσει είχα ξεμοναχιάσει θα έχω ξεμοναχιάσει να έχω ξεμοναχιάσει
β' ενικ. έχεις ξεμοναχιάσει είχες ξεμοναχιάσει θα έχεις ξεμοναχιάσει να έχεις ξεμοναχιάσει
γ' ενικ. έχει ξεμοναχιάσει είχε ξεμοναχιάσει θα έχει ξεμοναχιάσει να έχει ξεμοναχιάσει
α' πληθ. έχουμε ξεμοναχιάσει είχαμε ξεμοναχιάσει θα έχουμε ξεμοναχιάσει να έχουμε ξεμοναχιάσει
β' πληθ. έχετε ξεμοναχιάσει είχατε ξεμοναχιάσει θα έχετε ξεμοναχιάσει να έχετε ξεμοναχιάσει
γ' πληθ. έχουν ξεμοναχιάσει είχαν ξεμοναχιάσει θα έχουν ξεμοναχιάσει να έχουν ξεμοναχιάσει



Μεταφράσεις
ξεμοναχιάζω

γαλλικά : isoler (fr)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License