.
ξεμεσημεριάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
ξεμεσημεριάζω < ξε- + μεσημεριάζω
Ρήμα
ξεμεσημεριάζω
περνάω τα μεσημέρια μου σε κάποιον τόπο με ορισμένο τρόπο
Συγγενικές λέξεις
ξεμεσημέριασμα
→ δείτε τη λέξη μεσημέρι
Κλίση
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεμεσημεριάζω | ξεμεσημέριαζα | θα ξεμεσημεριάζω | να ξεμεσημεριάζω | ξεμεσημεριάζοντας | |
β' ενικ. | ξεμεσημεριάζεις | ξεμεσημέριαζες | θα ξεμεσημεριάζεις | να ξεμεσημεριάζεις | ξεμεσημέριαζε | |
γ' ενικ. | ξεμεσημεριάζει | ξεμεσημέριαζε | θα ξεμεσημεριάζει | να ξεμεσημεριάζει | ||
α' πληθ. | ξεμεσημεριάζουμε | ξεμεσημεριάζαμε | θα ξεμεσημεριάζουμε | να ξεμεσημεριάζουμε | ||
β' πληθ. | ξεμεσημεριάζετε | ξεμεσημεριάζατε | θα ξεμεσημεριάζετε | να ξεμεσημεριάζετε | ξεμεσημεριάζετε | |
γ' πληθ. | ξεμεσημεριάζουν(ε) | ξεμεσημέριαζαν ξεμεσημεριάζαν(ε) |
θα ξεμεσημεριάζουν(ε) | να ξεμεσημεριάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεμεσημέριασα | θα ξεμεσημεριάσω | να ξεμεσημεριάσω | ξεμεσημεριάσει | ||
β' ενικ. | ξεμεσημέριασες | θα ξεμεσημεριάσεις | να ξεμεσημεριάσεις | ξεμεσημέριασε | ||
γ' ενικ. | ξεμεσημέριασε | θα ξεμεσημεριάσει | να ξεμεσημεριάσει | |||
α' πληθ. | ξεμεσημεριάσαμε | θα ξεμεσημεριάσουμε | να ξεμεσημεριάσουμε | |||
β' πληθ. | ξεμεσημεριάσατε | θα ξεμεσημεριάσετε | να ξεμεσημεριάσετε | ξεμεσημεριάστε | ||
γ' πληθ. | ξεμεσημέριασαν ξεμεσημεριάσαν(ε) |
θα ξεμεσημεριάσουν(ε) | να ξεμεσημεριάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεμεσημεριάσει | είχα ξεμεσημεριάσει | θα έχω ξεμεσημεριάσει | να έχω ξεμεσημεριάσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεμεσημεριάσει | είχες ξεμεσημεριάσει | θα έχεις ξεμεσημεριάσει | να έχεις ξεμεσημεριάσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξεμεσημεριάσει | είχε ξεμεσημεριάσει | θα έχει ξεμεσημεριάσει | να έχει ξεμεσημεριάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεμεσημεριάσει | είχαμε ξεμεσημεριάσει | θα έχουμε ξεμεσημεριάσει | να έχουμε ξεμεσημεριάσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεμεσημεριάσει | είχατε ξεμεσημεριάσει | θα έχετε ξεμεσημεριάσει | να έχετε ξεμεσημεριάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεμεσημεριάσει | είχαν ξεμεσημεριάσει | θα έχουν ξεμεσημεριάσει | να έχουν ξεμεσημεριάσει |
Μεταφράσεις
ξεμεσημεριάζω
Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Creative Commons Attribution/Share-Alike License· μπορεί να ισχύουν και πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.