.

ξεματιάστρα

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ξεματιάστρα οι ξεματιάστρες
      γενική της ξεματιάστρας
    αιτιατική την ξεματιάστρα τις ξεματιάστρες
     κλητική ξεματιάστρα ξεματιάστρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά


Ετυμολογία

ξεματιάστρα < (ξεματιάζω) ξεματιασ- + -τρα

Ουσιαστικό

ξεματιάστρα θηλυκό

η γυναίκα που ξέρει και ξεματιάζει

※ Σκεφτείτε μια κοινωνία που να θέλει χαρτορίχτρες, φλυτζανούδες, βλάχους [ορθοπεδικούς] τι να σας πω. Είχαν ειδικότητες. Η μια ήταν ξεματιάστρα. Η άλλη έλυνε τα μάγια, η άλλη έκοβε το λιόκρο, [ τη χρυσή.] Και πολλές έκαναν αλοιφές για όλα. (Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά, Λάμπρο Μίχος, ο φούρναρης και πρακτικός γιατρός της Παραμυθιάς, 2015 [1])

Μεταφράσεις
ξεματιάστρα

Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Creative Commons Attribution/Share-Alike License· μπορεί να ισχύουν και πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library