.

ξεμανίκωτος

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξεμανίκωτος η ξεμανίκωτη το ξεμανίκωτο
      γενική του ξεμανίκωτου της ξεμανίκωτης του ξεμανίκωτου
    αιτιατική τον ξεμανίκωτο την ξεμανίκωτη το ξεμανίκωτο
     κλητική ξεμανίκωτε ξεμανίκωτη ξεμανίκωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξεμανίκωτοι οι ξεμανίκωτες τα ξεμανίκωτα
      γενική των ξεμανίκωτων των ξεμανίκωτων των ξεμανίκωτων
    αιτιατική τους ξεμανίκωτους τις ξεμανίκωτες τα ξεμανίκωτα
     κλητική ξεμανίκωτοι ξεμανίκωτες ξεμανίκωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές


Ετυμολογία

ξεμανίκωτος < ξε- + μανίκ(ι) + -ωτος

Επίθετο

ξεμανίκωτος, -η, -ο

που δεν έχει μανίκια

↪ φόραγε μόνο ένα ξεμανίκωτο φόρεμα

Μεταφράσεις
ξεμανίκωτος

Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Creative Commons Attribution/Share-Alike License· μπορεί να ισχύουν και πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library