.

ξεμαλλιάρης

Νέα ελληνικά (el)
προσχέδιο λήμματος: μπορείτε να βοηθήσετε επεκτείνοντάς το λήμμα

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξεμαλλιάρης η ξεμαλλιάρα το ξεμαλλιάρικο
      γενική του ξεμαλλιάρη της ξεμαλλιάρας του ξεμαλλιάρικου
    αιτιατική τον ξεμαλλιάρη την ξεμαλλιάρα το ξεμαλλιάρικο
     κλητική ξεμαλλιάρη ξεμαλλιάρα ξεμαλλιάρικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξεμαλλιάρηδες οι ξεμαλλιάρες τα ξεμαλλιάρικα
      γενική των ξεμαλλιάρηδων των ξεμαλλιάρικων
    αιτιατική τους ξεμαλλιάρηδες τις ξεμαλλιάρες τα ξεμαλλιάρικα
     κλητική ξεμαλλιάρηδες ξεμαλλιάρες ξεμαλλιάρικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές


Ετυμολογία

ξεμαλλιάρης < ξεμαλλιάζω

Επίθετο

ξεμαλλιάρης

(λαϊκότροπο) ο αναμαλλιασμένος, ο ξεμαλλιασμένος

Μεταφράσεις
ξεμαλλιάρης

Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Creative Commons Attribution/Share-Alike License· μπορεί να ισχύουν και πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library