.
ξεμαγαρίζω
Νέα ελληνικά (el)
προσχέδιο λήμματος: μπορείτε να βοηθήσετε επεκτείνοντάς το λήμμα
Ετυμολογία
ξεμαγαρίζω < ξε- + μαγαρίζω
Ρήμα
ξεμαγαρίζω
αφαιρώ τη βρώμα, καθαρίζω
(μεταφορικά) αφαιρώ τη διαφθορά
να φύγουν όλοι οι κλέφτες από τη Βουλή, να ξεμαγαρίσει ο τόπος!
Συνώνυμα
καθαρίζω
ξεβρομίζω
Αντώνυμα
μαγαρίζω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεμαγαρίζω | ξεμαγάριζα | θα ξεμαγαρίζω | να ξεμαγαρίζω | ξεμαγαρίζοντας | |
β' ενικ. | ξεμαγαρίζεις | ξεμαγάριζες | θα ξεμαγαρίζεις | να ξεμαγαρίζεις | ξεμαγάριζε | |
γ' ενικ. | ξεμαγαρίζει | ξεμαγάριζε | θα ξεμαγαρίζει | να ξεμαγαρίζει | ||
α' πληθ. | ξεμαγαρίζουμε | ξεμαγαρίζαμε | θα ξεμαγαρίζουμε | να ξεμαγαρίζουμε | ||
β' πληθ. | ξεμαγαρίζετε | ξεμαγαρίζατε | θα ξεμαγαρίζετε | να ξεμαγαρίζετε | ξεμαγαρίζετε | |
γ' πληθ. | ξεμαγαρίζουν(ε) | ξεμαγάριζαν ξεμαγαρίζαν(ε) |
θα ξεμαγαρίζουν(ε) | να ξεμαγαρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεμαγάρισα | θα ξεμαγαρίσω | να ξεμαγαρίσω | ξεμαγαρίσει | ||
β' ενικ. | ξεμαγάρισες | θα ξεμαγαρίσεις | να ξεμαγαρίσεις | ξεμαγάρισε | ||
γ' ενικ. | ξεμαγάρισε | θα ξεμαγαρίσει | να ξεμαγαρίσει | |||
α' πληθ. | ξεμαγαρίσαμε | θα ξεμαγαρίσουμε | να ξεμαγαρίσουμε | |||
β' πληθ. | ξεμαγαρίσατε | θα ξεμαγαρίσετε | να ξεμαγαρίσετε | ξεμαγαρίστε | ||
γ' πληθ. | ξεμαγάρισαν ξεμαγαρίσαν(ε) |
θα ξεμαγαρίσουν(ε) | να ξεμαγαρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεμαγαρίσει | είχα ξεμαγαρίσει | θα έχω ξεμαγαρίσει | να έχω ξεμαγαρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεμαγαρίσει | είχες ξεμαγαρίσει | θα έχεις ξεμαγαρίσει | να έχεις ξεμαγαρίσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξεμαγαρίσει | είχε ξεμαγαρίσει | θα έχει ξεμαγαρίσει | να έχει ξεμαγαρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεμαγαρίσει | είχαμε ξεμαγαρίσει | θα έχουμε ξεμαγαρίσει | να έχουμε ξεμαγαρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεμαγαρίσει | είχατε ξεμαγαρίσει | θα έχετε ξεμαγαρίσει | να έχετε ξεμαγαρίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεμαγαρίσει | είχαν ξεμαγαρίσει | θα έχουν ξεμαγαρίσει | να έχουν ξεμαγαρίσει |
Μεταφράσεις
ξεμαγαρίζω
Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Creative Commons Attribution/Share-Alike License· μπορεί να ισχύουν και πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.