ξελογιάζω
Ελληνικά
Ετυμολογία
ξελογιάζω < μεσαιωνική ελληνική ξελαγιάζω και ξελογιάζουμαι < αβέβαιης ετυμολογίας, ίσως από το ξε και λόγος ή λαγός
Ρήμα
ξελογιάζω (παλιότερα και ξελαγιάζω
γοητεύω κάποιον και τον κάνω να χάσει τα λογικά του
Από την Ελλάδα τη φέρανε, που κληρονόμησε από την Εύα, ξελάγιασε τα κορίτσια. (Αργ. Εφταλιώτης, Φυλλάδες του Γεροδήμου)
προκαλώ παράφορο ή άνομο έρωτα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξελογιάζω | ξελόγιαζα | θα ξελογιάζω | να ξελογιάζω | ξελογιάζοντας | |
β' ενικ. | ξελογιάζεις | ξελόγιαζες | θα ξελογιάζεις | να ξελογιάζεις | ξελόγιαζε | |
γ' ενικ. | ξελογιάζει | ξελόγιαζε | θα ξελογιάζει | να ξελογιάζει | ||
α' πληθ. | ξελογιάζουμε | ξελογιάζαμε | θα ξελογιάζουμε | να ξελογιάζουμε | ||
β' πληθ. | ξελογιάζετε | ξελογιάζατε | θα ξελογιάζετε | να ξελογιάζετε | ξελογιάζετε | |
γ' πληθ. | ξελογιάζουν(ε) | ξελόγιαζαν ξελογιάζαν(ε) |
θα ξελογιάζουν(ε) | να ξελογιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξελόγιασα | θα ξελογιάσω | να ξελογιάσω | ξελογιάσει | ||
β' ενικ. | ξελόγιασες | θα ξελογιάσεις | να ξελογιάσεις | ξελόγιασε | ||
γ' ενικ. | ξελόγιασε | θα ξελογιάσει | να ξελογιάσει | |||
α' πληθ. | ξελογιάσαμε | θα ξελογιάσουμε | να ξελογιάσουμε | |||
β' πληθ. | ξελογιάσατε | θα ξελογιάσετε | να ξελογιάσετε | ξελογιάστε | ||
γ' πληθ. | ξελόγιασαν ξελογιάσαν(ε) |
θα ξελογιάσουν(ε) | να ξελογιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξελογιάσει | είχα ξελογιάσει | θα έχω ξελογιάσει | να έχω ξελογιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξελογιάσει | είχες ξελογιάσει | θα έχεις ξελογιάσει | να έχεις ξελογιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξελογιάσει | είχε ξελογιάσει | θα έχει ξελογιάσει | να έχει ξελογιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξελογιάσει | είχαμε ξελογιάσει | θα έχουμε ξελογιάσει | να έχουμε ξελογιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξελογιάσει | είχατε ξελογιάσει | θα έχετε ξελογιάσει | να έχετε ξελογιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξελογιάσει | είχαν ξελογιάσει | θα έχουν ξελογιάσει | να έχουν ξελογιάσει |
|
Μεταφράσεις
ξελογιάζω
αγγλικά : besot (en), enchanter (en), infatuate (en), obsess (en)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License