ξελασπώνω
Ελληνικά
Ετυμολογία
ξελασπώνω < ξε- + λασπώνω (< λάσπη)
Προφορά
ΔΦΑ : /ksɛ.la.ˈspɔ.nɔ/
Ρήμα
ξελασπώνω
καθαρίζω κάποιον ή κάτι από τις λάσπες
ξελάσπωσε τα παπούτσι σου, πριν μπεις μέσα στο σπίτι
βγαίνω από περιοχή με λάσπες
είδα κι έπαθα να ξελασπώσω το αυτοκίνητο από το λάκκο
(μεταφορικά) βοηθάω κάποιον να βγεί από μια δύσκολη κατάσταση
τον ξελάσπωσαν οι δικοί του, όταν είχε κάνει την κομπίνα
(μεταφορικά) βγαίνω από κάποιο αδιέξοδο (οικονομικό κ.λπ.), ξεμπλέκω
επιτέλους, αποπλήρωσα το δάνειο και ξελάσπωσα!
Συγγενικές λέξεις
ξελάσπωμα
Μεταφράσεις
ξελασπώνω
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License