ξελαγαρίζω
Ελληνικά
Ετυμολογία
ξελαγαρίζω < ξε- και λαγαρίζω, το ξε- ως επιτατικό, λαγαρίζω πολύ καλά
Ρήμα
ξελαγαρίζω
καθαρίζω τέλεια, κάνω κάτι πολύ λαμπερό
Κλίση
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξελαγαρίζω | ξελαγάριζα | θα ξελαγαρίζω | να ξελαγαρίζω | ξελαγαρίζοντας | |
β' ενικ. | ξελαγαρίζεις | ξελαγάριζες | θα ξελαγαρίζεις | να ξελαγαρίζεις | ξελαγάριζε | |
γ' ενικ. | ξελαγαρίζει | ξελαγάριζε | θα ξελαγαρίζει | να ξελαγαρίζει | ||
α' πληθ. | ξελαγαρίζουμε | ξελαγαρίζαμε | θα ξελαγαρίζουμε | να ξελαγαρίζουμε | ||
β' πληθ. | ξελαγαρίζετε | ξελαγαρίζατε | θα ξελαγαρίζετε | να ξελαγαρίζετε | ξελαγαρίζετε | |
γ' πληθ. | ξελαγαρίζουν(ε) | ξελαγάριζαν ξελαγαρίζαν(ε) |
θα ξελαγαρίζουν(ε) | να ξελαγαρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξελαγάρισα | θα ξελαγαρίσω | να ξελαγαρίσω | ξελαγαρίσει | ||
β' ενικ. | ξελαγάρισες | θα ξελαγαρίσεις | να ξελαγαρίσεις | ξελαγάρισε | ||
γ' ενικ. | ξελαγάρισε | θα ξελαγαρίσει | να ξελαγαρίσει | |||
α' πληθ. | ξελαγαρίσαμε | θα ξελαγαρίσουμε | να ξελαγαρίσουμε | |||
β' πληθ. | ξελαγαρίσατε | θα ξελαγαρίσετε | να ξελαγαρίσετε | ξελαγαρίστε | ||
γ' πληθ. | ξελαγάρισαν ξελαγαρίσαν(ε) |
θα ξελαγαρίσουν(ε) | να ξελαγαρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξελαγαρίσει | είχα ξελαγαρίσει | θα έχω ξελαγαρίσει | να έχω ξελαγαρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξελαγαρίσει | είχες ξελαγαρίσει | θα έχεις ξελαγαρίσει | να έχεις ξελαγαρίσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξελαγαρίσει | είχε ξελαγαρίσει | θα έχει ξελαγαρίσει | να έχει ξελαγαρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξελαγαρίσει | είχαμε ξελαγαρίσει | θα έχουμε ξελαγαρίσει | να έχουμε ξελαγαρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξελαγαρίσει | είχατε ξελαγαρίσει | θα έχετε ξελαγαρίσει | να έχετε ξελαγαρίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξελαγαρίσει | είχαν ξελαγαρίσει | θα έχουν ξελαγαρίσει | να έχουν ξελαγαρίσει |
|
Μεταφράσεις
ξελαγαρίζω
αγγλικά : clean well (en)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License