ξεκόβω
Ελληνικά
Ετυμολογία
ξεκόβω < μεσαιωνική ελληνική ξεκόβω < ξε και κόβω < κόπτω
Ρήμα
ξεκόβω και ξεκόφτω
(αργκό) διακόπτω σχέσεις, δραστηριότητα
ξέκοψε απ' τις κακές παρέες
απαντώ αρνητικά με απόλυτο τρόπο
Του το ξέκοψα, μπορεί να είμαστε αδέλφια, αλλά αυτή τη χάρη δεν το την κάνω
Μεταφράσεις
ξεκόβω
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License