.
ξεκούμπωτος
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ξεκούμπωτος | η | ξεκούμπωτη | το | ξεκούμπωτο |
γενική | του | ξεκούμπωτου | της | ξεκούμπωτης | του | ξεκούμπωτου |
αιτιατική | τον | ξεκούμπωτο | την | ξεκούμπωτη | το | ξεκούμπωτο |
κλητική | ξεκούμπωτε | ξεκούμπωτη | ξεκούμπωτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ξεκούμπωτοι | οι | ξεκούμπωτες | τα | ξεκούμπωτα |
γενική | των | ξεκούμπωτων | των | ξεκούμπωτων | των | ξεκούμπωτων |
αιτιατική | τους | ξεκούμπωτους | τις | ξεκούμπωτες | τα | ξεκούμπωτα |
κλητική | ξεκούμπωτοι | ξεκούμπωτες | ξεκούμπωτα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
ξεκούμπωτος < ξεκουμπώνω + -τος < ξε- + κουμπί
Επίθετο
ξεκούμπωτος
που δεν είναι κουμπωμένος
Συνώνυμα
αθηλύκωτος
ακούμπωτος
Αντώνυμα
κουμπωμένος
Συγγενικές λέξεις
ξεκούμπωτα
→ δείτε τη λέξη κουμπί
Μεταφράσεις
ξεκούμπωτος
→ δείτε τη λέξη ακούμπωτος
Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Creative Commons Attribution/Share-Alike License· μπορεί να ισχύουν και πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.