ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο


ξεκάνω

Ελληνικά

Ετυμολογία

ξεκάνω < μεσαιωνική ελληνική ξεκάνω και ξεκάμω < ξεκάμνω < ξε + κάμνω < αρχαία ελληνική ἐκκάμνω (χάνω τις δυνάμεις μου από γηρατειά, πολέμους)

Ρήμα

ξεκάνω (μόνον ενεργητικό)

εξοντώνω κάποιον, τον κουράζω πολυ

Με ξεκάνανε πια οι γιοί σου με τις σκανδαλιές και τις αταξίες τους

(λαϊκότροπο) σκοτώνω καποιον

Τον ξέκαναν οι μαφιόζοι

{παρωχημένο) και (λαϊκότροπο) "σκοτώνω" κάτι πουλώντας του σε εξευτελιστική τιμή, το πουλάω όσο-όσο, το ξεφορτώνομαι

Ξέκανα τη μπιζουτιέρα της μαμάς στους γύφτους

απαλλάσσομαι από φορτίο ή δουλειές

Σιδέρωνα κι έπλενα όλη μέρα, αλλά τώρα είναι όλα λαμπίκο και ξέκανα
Τους ξόφλησα και ξέκανα πια με τις βρωμοτράπεζες

Συγγενικές λέξεις

ξεκαμωμένος (ο αποκαμωμένος, ο πολύ κουρασμένος)
ξεκάμωμα

Κλίση
Ενεργητική φωνή

Εξακολουθητικοί χρόνοι
πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. ξεκάνω ξέκανα θα ξεκάνω να ξεκάνω ξεκάνοντας
β' ενικ. ξεκάνεις ξέκανες θα ξεκάνεις να ξεκάνεις ξέκανε
γ' ενικ. ξεκάνει ξέκανε θα ξεκάνει να ξεκάνει
α' πληθ. ξεκάνουμε ξεκάναμε θα ξεκάνουμε να ξεκάνουμε
β' πληθ. ξεκάνετε ξεκάνατε θα ξεκάνετε να ξεκάνετε ξεκάνετε
γ' πληθ. ξεκάνουν(ε) ξέκαναν
ξεκάναν(ε)
θα ξεκάνουν(ε) να ξεκάνουν(ε)
Συνοπτικοί χρόνοι
πρόσωπα Αόριστος Συνοπτ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Απαρέμφατο
α' ενικ. ξέκανα θα ξεκάνω να ξεκάνω ξεκάνει
β' ενικ. ξέκανες θα ξεκάνεις να ξεκάνεις ξέκανε
γ' ενικ. ξέκανε θα ξεκάνει να ξεκάνει
α' πληθ. ξεκάναμε θα ξεκάνουμε να ξεκάνουμε
β' πληθ. ξεκάνατε θα ξεκάνετε να ξεκάνετε ξεκάντε
γ' πληθ. ξέκαναν
ξεκάναν(ε)
θα ξεκάνουν(ε) να ξεκάνουν(ε)
Συντελεσμένοι χρόνοι
πρόσωπα Παρακείμενος Υπερσυντέλικος Συντελ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική
α' ενικ. έχω ξεκάνει είχα ξεκάνει θα έχω ξεκάνει να έχω ξεκάνει
β' ενικ. έχεις ξεκάνει είχες ξεκάνει θα έχεις ξεκάνει να έχεις ξεκάνει
γ' ενικ. έχει ξεκάνει είχε ξεκάνει θα έχει ξεκάνει να έχει ξεκάνει
α' πληθ. έχουμε ξεκάνει είχαμε ξεκάνει θα έχουμε ξεκάνει να έχουμε ξεκάνει
β' πληθ. έχετε ξεκάνει είχατε ξεκάνει θα έχετε ξεκάνει να έχετε ξεκάνει
γ' πληθ. έχουν ξεκάνει είχαν ξεκάνει θα έχουν ξεκάνει να έχουν ξεκάνει



Μεταφράσεις
σκοτώνω

αγγλικά : kill (en)
γαλλικά : descendre (fr), éliminer (fr)

εξαντλώ

αγγλικά :wear out (en)exhaust (en)
γαλλικά : anéantir (fr), claquer (fr), vider (fr)

ξεπουλώ

αγγλικά : undersell (en)
γαλλικά : liquider (fr)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License