.
ξέδομα
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ξέδομα | τα | ξεδόματα |
γενική | του | ξεδόματος | των | ξεδομάτων |
αιτιατική | το | ξέδομα | τα | ξεδόματα |
κλητική | ξέδομα | ξεδόματα | ||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
ξέδομα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
ξέδομα ουδέτερο
η διασκέδαση, το αποτέλεσμα του ξεδίνω
Μεταφράσεις
ξέδομα
Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Creative Commons Attribution/Share-Alike License· μπορεί να ισχύουν και πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.