ξεδιπλώνω
Ελληνικά (el)
Ετυμολογία
ξεδιπλώνω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
ξεδιπλώνω
απομακρύνω κομμάτια διπλωμένου αντικειμένου χωρίς να σκιστεί
εμφανίζομαι, αποκαλύπτω
κάποιες δράσεις είναι άμεσες, άλλες χρειάζονται μήνες ή χρόνια μέχρι να ξεδιπλωθούν
Αντώνυμα
διπλώνω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεδιπλώνω | ξεδίπλωνα | θα ξεδιπλώνω | να ξεδιπλώνω | ξεδιπλώνοντας | |
β' ενικ. | ξεδιπλώνεις | ξεδίπλωνες | θα ξεδιπλώνεις | να ξεδιπλώνεις | ξεδίπλωνε | |
γ' ενικ. | ξεδιπλώνει | ξεδίπλωνε | θα ξεδιπλώνει | να ξεδιπλώνει | ||
α' πληθ. | ξεδιπλώνουμε | ξεδιπλώναμε | θα ξεδιπλώνουμε | να ξεδιπλώνουμε | ||
β' πληθ. | ξεδιπλώνετε | ξεδιπλώνατε | θα ξεδιπλώνετε | να ξεδιπλώνετε | ξεδιπλώνετε | |
γ' πληθ. | ξεδιπλώνουν(ε) | ξεδίπλωναν ξεδιπλώναν(ε) |
θα ξεδιπλώνουν(ε) | να ξεδιπλώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεδίπλωσα | θα ξεδιπλώσω | να ξεδιπλώσω | ξεδιπλώσει | ||
β' ενικ. | ξεδίπλωσες | θα ξεδιπλώσεις | να ξεδιπλώσεις | ξεδίπλωσε | ||
γ' ενικ. | ξεδίπλωσε | θα ξεδιπλώσει | να ξεδιπλώσει | |||
α' πληθ. | ξεδιπλώσαμε | θα ξεδιπλώσουμε | να ξεδιπλώσουμε | |||
β' πληθ. | ξεδιπλώσατε | θα ξεδιπλώσετε | να ξεδιπλώσετε | ξεδιπλώστε | ||
γ' πληθ. | ξεδίπλωσαν ξεδιπλώσαν(ε) |
θα ξεδιπλώσουν(ε) | να ξεδιπλώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεδιπλώσει | είχα ξεδιπλώσει | θα έχω ξεδιπλώσει | να έχω ξεδιπλώσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεδιπλώσει | είχες ξεδιπλώσει | θα έχεις ξεδιπλώσει | να έχεις ξεδιπλώσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξεδιπλώσει | είχε ξεδιπλώσει | θα έχει ξεδιπλώσει | να έχει ξεδιπλώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεδιπλώσει | είχαμε ξεδιπλώσει | θα έχουμε ξεδιπλώσει | να έχουμε ξεδιπλώσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεδιπλώσει | είχατε ξεδιπλώσει | θα έχετε ξεδιπλώσει | να έχετε ξεδιπλώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεδιπλώσει | είχαν ξεδιπλώσει | θα έχουν ξεδιπλώσει | να έχουν ξεδιπλώσει |
|
Μεταφράσεις
ξεδιπλώνω
αγγλικά : unfold (en)
γαλλικά : déplier (fr), déployer (fr)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License