.
Ετυμολογία
Ξαβεριώτης < Ξαβέρη
Ουσιαστικό
Ξαβεριώτης αρσενικό, θηλυκό Ξαβεριώτισσα
ο καταγόμενος ή κάτοικος της ακτής - συνοικίας Ξαβέρη, στον Πειραιά.
Συγγενικές λέξεις
ξαβεριώτικος
Μεταφράσεις
Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Creative Commons Attribution/Share-Alike License· μπορεί να ισχύουν και πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.