ξαστοχώ
Ελληνικά
Ετυμολογία
ξαστοχώ < ξε- + αστοχώ
Ρήμα
ξαστοχώ, πρτ.: ξαστοχούσα, στ.μέλλ.: θα ξαστοχήσω, αόρ.: ξαστόχησα
ξεχνώ
χάνω τον στόχο μου, κάνω λάθος, αποτυγχάνω σε μια ενέργεια
ήμουν κι εγώ στον πόλεμο τοξότης // το ριζικό μου ενός ανθρώπου που ξαστόχησε (Γ. Σεφέρης, «Ελένη»)
Μεταφράσεις
ξαστοχώ
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License