ξαστεριά
Ελληνικά
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ξαστεριά | οι | ξαστεριές |
γενική | της | ξαστεριάς | των | ξαστεριών |
αιτιατική | την | ξαστεριά | τις | ξαστεριές |
κλητική | ξαστεριά | ξαστεριές | ||
Παράρτημα |
Ετυμολογία
ξαστεριά < μεσαιωνική ελληνική
Προφορά
ΔΦΑ : /ksa.stɛ.ˈɾʝia/
Ουσιαστικό
ξαστεριά θηλυκό
η κατάσταση του νυχτερινού ουρανού που δεν έχει σύννεφα και φαίνονται καθαρά τα αστέρια
(συνεκδοχικά) η καθαρή και ασυννέφιαστη νύχτα
(μεταφορικά) η ελευθερία, όταν δεν θα σκεπάζει σαν σύννεφο τον ουρανό η σκλαβιά
Συγγενικές λέξεις
ξάστερα
ξάστερος
ξαστερώνω
Μεταφράσεις
ξαστεριά
γαλλικά : nuit étoilée (fr)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License