ξασπρουλιάρης
Ελληνικά
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | ξασπρουλιάρης | ξασπρουλιάρα | ξασπρουλιάρικο |
γενική | ξασπρουλιάρη | ξασπρουλιάρας | ξασπρουλιάρικου |
αιτιατική | ξασπρουλιάρη | ξασπρουλιάρα | ξασπρουλιάρικο |
κλητική | ξασπρουλιάρη | ξασπρουλιάρα | ξασπρουλιάρικο |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | ξασπρουλιάρηδες | ξασπρουλιάρες | ξασπρουλιάρικα |
γενική | ξασπρουλιάρηδων | ξασπρουλιάρικων | |
αιτιατική | ξασπρουλιάρηδες | ξασπρουλιάρες | ξασπρουλιάρικα |
κλητική | ξασπρουλιάρηδες | ξασπρουλιάρες | ξασπρουλιάρικα |
Ετυμολογία
ξασπρουλιάρης < ξε ως επιτατικό + ασπρουλιάρης < άσπρος + και μειωτικά το επίθημα -ιάρης
Επίθετο
ξασπρουλιάρης
(μειωτικό) που είναι πολύ άσπρος, χλωμός, άχαρος, άτονος
Μεταφράσεις
ξασπρουλιάρης
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License