ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο


ξασπρίζω

Ελληνικά

Ετυμολογία

ξασπρίζω < → λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

ξασπρίζω

λευκαίνω
χάνω το χρώμα μου

το τζην μου με τον καιρό ξάσπρισε

Κλίση
Ενεργητική φωνή

Εξακολουθητικοί χρόνοι

Εξακολουθητικοί χρόνοι
πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. ξασπρίζω ξάσπριζα θα ξασπρίζω να ξασπρίζω ξασπρίζοντας
β' ενικ. ξασπρίζεις ξάσπριζες θα ξασπρίζεις να ξασπρίζεις ξάσπριζε
γ' ενικ. ξασπρίζει ξάσπριζε θα ξασπρίζει να ξασπρίζει
α' πληθ. ξασπρίζουμε ξασπρίζαμε θα ξασπρίζουμε να ξασπρίζουμε
β' πληθ. ξασπρίζετε ξασπρίζατε θα ξασπρίζετε να ξασπρίζετε ξασπρίζετε
γ' πληθ. ξασπρίζουν(ε) ξάσπριζαν
ξασπρίζαν(ε)
θα ξασπρίζουν(ε) να ξασπρίζουν(ε)
Συνοπτικοί χρόνοι
πρόσωπα Αόριστος Συνοπτ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Απαρέμφατο
α' ενικ. ξάσπρισα θα ξασπρίσω να ξασπρίσω ξασπρίσει
β' ενικ. ξάσπρισες θα ξασπρίσεις να ξασπρίσεις ξάσπρισε
γ' ενικ. ξάσπρισε θα ξασπρίσει να ξασπρίσει
α' πληθ. ξασπρίσαμε θα ξασπρίσουμε να ξασπρίσουμε
β' πληθ. ξασπρίσατε θα ξασπρίσετε να ξασπρίσετε ξασπρίστε
γ' πληθ. ξάσπρισαν
ξασπρίσαν(ε)
θα ξασπρίσουν(ε) να ξασπρίσουν(ε)
Συντελεσμένοι χρόνοι
πρόσωπα Παρακείμενος Υπερσυντέλικος Συντελ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική
α' ενικ. έχω ξασπρίσει είχα ξασπρίσει θα έχω ξασπρίσει να έχω ξασπρίσει
β' ενικ. έχεις ξασπρίσει είχες ξασπρίσει θα έχεις ξασπρίσει να έχεις ξασπρίσει
γ' ενικ. έχει ξασπρίσει είχε ξασπρίσει θα έχει ξασπρίσει να έχει ξασπρίσει
α' πληθ. έχουμε ξασπρίσει είχαμε ξασπρίσει θα έχουμε ξασπρίσει να έχουμε ξασπρίσει
β' πληθ. έχετε ξασπρίσει είχατε ξασπρίσει θα έχετε ξασπρίσει να έχετε ξασπρίσει
γ' πληθ. έχουν ξασπρίσει είχαν ξασπρίσει θα έχουν ξασπρίσει να έχουν ξασπρίσει



Μεταφράσεις
ξασπρίζω

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License