ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο


ξαρμάτωτος

Ελληνικά


πτώση ενικός
ονομαστική ξαρμάτωτος ξαρμάτωτη ξαρμάτωτο
γενική ξαρμάτωτου ξαρμάτωτης ξαρμάτωτου
αιτιατική ξαρμάτωτο ξαρμάτωτη ξαρμάτωτο
κλητική ξαρμάτωτε ξαρμάτωτη ξαρμάτωτο
πτώση πληθυντικός
ονομαστική ξαρμάτωτοι ξαρμάτωτες ξαρμάτωτα
γενική ξαρμάτωτων ξαρμάτωτων ξαρμάτωτων
αιτιατική ξαρμάτωτους ξαρμάτωτες ξαρμάτωτα
κλητική ξαρμάτωτοι ξαρμάτωτες ξαρμάτωτα

Ετυμολογία

ξαρμάτωτος < ξαρματώνω

Επίθετο

ξαρμάτωτος

ο αφοπλισμένος, που του έχουν αφαιρεθεί τα όπλα δια της βίας
o άοπλος, που δεν φέρει όπλα τη συγκεκριμένη στιγμή

Μα στο τέλος, το σπαθί του έσπασε στο χέρι του, και σαν τον είδαν ξαρμάτωτο, με άγριους αλαλαγμούς έπεσαν απάνω του και ζωντανό τον άρπαξαν. (Πηνελόπη Δέλτα, Για την πατρίδα)

Συγγενικές λέξεις

ξαρματώνω
ξαρματωμένος
ξαρμάτωμα

Μεταφράσεις
ξαρμάτωτος

αγγλικά : unarmed (en)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License