ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο


ξαποσταίνω

Ελληνικά

Ετυμολογία

ξαποσταίνω < μεσαιωνική ελληνική ξαποσταίνω < ἀποσταίνω < αρχαία ελληνική ἀφίσταμαι < ἀπό+ ἵστημι < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *stísteh₂- < *steh₂- (ἵστημι)

Ρήμα

ξαποσταίνω

(λογοτεχνία) (λαϊκότροπο) ξεκουράζομαι για λίγο, κάνω διάλειμμα

※ Τώρα καθότανε και περίμενε λίγο να ξαποστάσει και να περάσει κ' η ώρα να γυρίσει στο σπίτι. (Δημήτρης Χατζής, Ανυπεράσπιστοι)

Αντώνυμα

αποσταίνω

Συγγενικές λέξεις

ξαποσταμένος
→ δείτε τη λέξη ἵστημι

Κλίση
Ενεργητική φωνή

Εξακολουθητικοί χρόνοι
πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. ξαποσταίνω ξαπόσταινα θα ξαποσταίνω να ξαποσταίνω ξαποσταίνοντας
β' ενικ. ξαποσταίνεις ξαπόσταινες θα ξαποσταίνεις να ξαποσταίνεις ξαπόσταινε
γ' ενικ. ξαποσταίνει ξαπόσταινε θα ξαποσταίνει να ξαποσταίνει
α' πληθ. ξαποσταίνουμε ξαποσταίναμε θα ξαποσταίνουμε να ξαποσταίνουμε
β' πληθ. ξαποσταίνετε ξαποσταίνατε θα ξαποσταίνετε να ξαποσταίνετε ξαποσταίνετε
γ' πληθ. ξαποσταίνουν(ε) ξαπόσταιναν
ξαποσταίναν(ε)
θα ξαποσταίνουν(ε) να ξαποσταίνουν(ε)
Συνοπτικοί χρόνοι
πρόσωπα Αόριστος Συνοπτ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Απαρέμφατο
α' ενικ. ξαπόστασα θα ξαποστάσω να ξαποστάσω ξαποστάσει
β' ενικ. ξαπόστασες θα ξαποστάσεις να ξαποστάσεις ξαπόστασε
γ' ενικ. ξαπόστασε θα ξαποστάσει να ξαποστάσει
α' πληθ. ξαποστάσαμε θα ξαποστάσουμε να ξαποστάσουμε
β' πληθ. ξαποστάσατε θα ξαποστάσετε να ξαποστάσετε ξαποστάστε
γ' πληθ. ξαπόστασαν
ξαποστάσαν(ε)
θα ξαποστάσουν(ε) να ξαποστάσουν(ε)
Συντελεσμένοι χρόνοι
πρόσωπα Παρακείμενος Υπερσυντέλικος Συντελ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική
α' ενικ. έχω ξαποστάσει είχα ξαποστάσει θα έχω ξαποστάσει να έχω ξαποστάσει
β' ενικ. έχεις ξαποστάσει είχες ξαποστάσει θα έχεις ξαποστάσει να έχεις ξαποστάσει έχε ξαποσταμένο
γ' ενικ. έχει ξαποστάσει είχε ξαποστάσει θα έχει ξαποστάσει να έχει ξαποστάσει
α' πληθ. έχουμε ξαποστάσει είχαμε ξαποστάσει θα έχουμε ξαποστάσει να έχουμε ξαποστάσει
β' πληθ. έχετε ξαποστάσει είχατε ξαποστάσει θα έχετε ξαποστάσει να έχετε ξαποστάσει έχετε ξαποσταμένο
γ' πληθ. έχουν ξαποστάσει είχαν ξαποστάσει θα έχουν ξαποστάσει να έχουν ξαποστάσει
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί)
Παρακείμενος έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) ξαποσταμένο
Υπερσυντέλικος είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) ξαποσταμένο
Συντελ. Μέλλ. θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) ξαποσταμένο
Υποτακτική να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) ξαποσταμένο

Μεταφράσεις
ξαποσταίνω

→ δείτε τη λέξη ξεκουράζομαι

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License