.
Ετυμολογία
ξακρίδι < ξακρίζω
Ουσιαστικό
ξακρίδι ουδέτερο ( & καπάνα)
η πρώτη και η τελευταία σανίδα από τον κορμό δέντρου που τεμαχίζεται
άχρηστο υπόλειμμα
Μεταφράσεις
Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Creative Commons Attribution/Share-Alike License· μπορεί να ισχύουν και πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.