ξαγρυπνώ
Ελληνικά
Ετυμολογία
ξαγρυπνώ < μεσαιωνική ελληνική ξαγρυπνῶ < ἐξ και αρχαία ελληνική ἀγρυπνέω-ἀγρυπνῶ ή αντίστροφα από το ξάγρυπνος και "ξαγρυπνός" < ξε και ἄγρυπνος
Ρήμα
ξαγρυπνώ , στ.μέλλ.: θα ξαγρυπνήσω, αόρ.: ξαγρύπνησα, μτχ.π.π.: ξαγρυπνισμένος
μένω άγρυπνος κατά τη διάρκεια της νύχτας μη μπορώντας ή μη θέλοντας να κοιμηθώ
Mπρόβαλε μέρα λιβανή κι ονειροξεδιαλύτρα
να διώξης τα ησκιώματα του ύπνου από κοντά μου·
μπρόβαλε μέρα, κοίμισε την υπνοφαντασιά μου,
που ενώ κοιμούμαι ξαγρυπνά η νυχτοπαρωρίτρα. (Γιάννης Γρυπάρης, "Σκαραβαίοι και τερρακόττες")
κάνω κάποιον άλλον να ξαγρυπνά
Είδα ένα θρίλερ και με ξαγρύπνησε-Με ξαγρυπνάει ο καφές
(κατ' επέκταση) επαγρυπνώ, έχω το νου μου όταν οι άλλοι κοιμούνται ή δεν αντιλαμβάνονται ένα πρόβλημα
Συγγενικές λέξεις
ξάγρυπνος
ξαγρύπνια
ξαγρυπνισμένος
ξαγρύπνημα, ξαγρύπνισμα
Συνώνυμα
ξενυχτώ
"δεν κλείνω μάτι"
αγρυπνώ
Μεταφράσεις
ξαγρυπνώ
αγγλικά : stay awake (en) be sleepless (en)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License