.
Ετυμολογία
ξαγρύπνημα < ξαγρυπνώ
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ξαγρύπνημα | ξαγρυπνήματα |
γενική | ξαγρυπνήματος | ξαγρυπνημάτων |
αιτιατική | ξαγρύπνημα | ξαγρυπνήματα |
κλητική | ξαγρύπνημα | ξαγρυπνήματα |
Ουσιαστικό
ξαγρύπνημα ουδέτερο
το να μένει κανείς ξάγρυπνος
Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Creative Commons Attribution/Share-Alike License· μπορεί να ισχύουν και πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.