.
Ετυμολογία
ξαγκαθιά < οξυάκανθος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ξαγκαθιά | ξαγκαθιές |
γενική | ξαγκαθιάς | ξαγκαθιών |
αιτιατική | ξαγκαθιά | ξαγκαθιές |
κλητική | ξαγκαθιά | ξαγκαθιές |
Επίθετο
ξαγκαθιά (& λουτσιά & γλυκαγκαθιά & βερβερίδα & μπερμπερίτσι & μιλκίνι)
ονομασία του φυτού βερβερίς η κρητική (berberis cretica), που φύεται σε σχετικά μεγάλο υψόμετρο και έχει κίτρινα άνθη και μπλε καρπούς που τους τρώνε τα πουλιά -χρησιμοποιείται και ως βότανο
Μεταφράσεις
Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Creative Commons Attribution/Share-Alike License· μπορεί να ισχύουν και πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.