.
Ετυμολογία
ξάγι < μεσαιωνική ελληνική ξάγι < ελληνιστική κοινή ἐξάγιον < λατινικά exagium
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ξάγι | ξάγια |
γενική | ξαγιού | ξαγιών |
αιτιατική | ξάγι | ξάγια |
κλητική | ξάγι | ξάγια |
Ουσιαστικό
ξάγι ουδέτερο (στην Κρήτη & αξάι και εκεί αντιστοιχούσε σε 1 οκά)
δοχείο που μετράνε το αλεύρι που κρατά ο μυλωνάς ως αμοιβή για το άλεσμα και που ανά περιοχές είχε ποικίλη χωρητικότητα (με αποτέλεσμα συχνά "τα αλεστικά" να είναι ακριβότερα από το κανονικό και να χάνει ο παραγωγός του αλευριού)
η αμοιβή του μυλωνά για το άλεσμα
Συνώνυμα: αλεστικά
Η φτώχεια μπορούσε ν' αλέση το φόρτωμά της χωρίς ν' αφήση ούτ' ένα ξάγι, κι ο τούρκος θα το συλλογίζουνταν αν γύρευε να δείξη την αδικιά του στο Λιάκο. (Μήτσος Χατζόπουλος, Ντόπιες ζωγραφιές: Ο ριζόμυλος)
μονάδα μέτρησης χωρητικότητας: δημητριακών (μισό κιλό), μεταξόσπορου (το 1/6 της ουγγιάς), μπαρουτιού, πυρίτιδας
Συνώνυμα: ζύγι
Συγγενικές λέξεις
ξαγιάζω
Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Creative Commons Attribution/Share-Alike License· μπορεί να ισχύουν και πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.