ξαφνικός
Ελληνικά
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | ξαφνικός | ξαφνική | ξαφνικό |
γενική | ξαφνικού | ξαφνικής | ξαφνικού |
αιτιατική | ξαφνικό | ξαφνική | ξαφνικό |
κλητική | ξαφνικέ | ξαφνική | ξαφνικό |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | ξαφνικοί | ξαφνικές | ξαφνικά |
γενική | ξαφνικών | ξαφνικών | ξαφνικών |
αιτιατική | ξαφνικούς | ξαφνικές | ξαφνικά |
κλητική | ξαφνικοί | ξαφνικές | ξαφνικ |
Ετυμολογία
ξαφνικός < μεσαιωνική ελληνική ξαφνικός < έξαφνος < άξαφνος < άξαφνα < αρχαία ελληνική ἐξαίφνης < ἐξ + ἄφνω
Επίθετο
ξαφνικός, -ή, -ό
που συμβαίνει χωρίς να το περιμένουμε
Άλλες μορφές
άξαφνος
έξαφνος
Συνώνυμα
αιφνίδιος
απροσδόκητος
κεραυνοβόλος
ουρανοκατέβατος
Αντώνυμα
αναμενόμενος
προσδοκώμενος
Συγγενικές λέξεις
ξαφνικό
ξαφνικά
Μεταφράσεις
ξαφνικός
αγγλικά : sudden (en)
γαλλικά : soudain (fr)
εβραϊκά : פתאומי (he)
ισπανικά : repentino (es)
πολωνικά : nagły (pl)
ρωσικά : внезапный (ru)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License