ξαδέλφη
Ελληνικά
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ξαδέλφη | οι | ξαδέλφες |
γενική | της | ξαδέλφης | των | ξαδελφών |
αιτιατική | την | ξαδέλφη | τις | ξαδέλφες |
κλητική | ξαδέλφη | ξαδέλφες | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
ξαδέλφη < θηλυκό του εξάδελφος με αφαίρεση του αρχικού φωνήεντος
Προφορά
ΔΦΑ : /ksa.ˈðɛl.fi/
Ουσιαστικό
ξαδέλφη θηλυκό
η κόρη του αδελφού ή της αδελφής ενός από τους γονείς μου
Άλλες μορφές
αξαδέλφη
αξαδέρφη
εξαδέλφη
εξαδέρφη
ξαδέρφη
Συγγενικές λέξεις
ξαδέλφι
ξάδελφος
Μεταφράσεις
ξαδέλφη
αγγλικά : cousin (en)
γαλλικά : cousine (fr)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License