τιμή
Ελληνικά
πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τιμή | οι | τιμές |
γενική | της | τιμής | των | τιμών |
αιτιατική | την | τιμή | τις | τιμές |
κλητική | τιμή | τιμές | ||
Παράρτημα |
Ετυμολογία
τιμή < αρχαία ελληνική τιμή
Ουσιαστικό
τιμή θηλυκό
το χρηματικό ποσό που πληρώνει κανείς για να αποκτήσει ένα ορισμένο πράγμα ή υπηρεσία
ο σεβασμός που έχουν ή δείχνουν άλλοι για κάποιον, και η δήλωση αυτού του σεβασμού
η προσωπική αντίληψη κάποιου για τη δική του αξία που απορρέει από τη φύση του ως ανθρώπου
η καλή φήμη κάποιου η οποία στηρίζεται στην προσωπική αίσθηση του ηθικού ορθού και δικαίου
προνόμιο
ήταν τιμή μου να γευματίσω με τον τάδε
(μαθηματικά) μέγεθος ή ποσότητα που εκφράζει μια μεταβλητή
Σύνθετα
αληθοτιμή ή τιμή αλήθειας
Μεταφράσεις
χρηματική αξία
αγγλικά : price (en), value (en)
βουλγαρικά : цена (bg)
γαλλικά : prix (fr), valeur (fr)
γερμανικά : Preis (de), Wert (de)
εσπεράντο : prezo (eo)
ιταλικά : prezzo (it)
κινεζικά : 價錢 (zh)
λετονικά : cena (lv)
σλαβομακεδονικά : цена (mk)
πολωνικά : cena (pl)
ρωσικά : цена (ru)
σερβικά : цена (sr)
σλοβενικά : cena (sl)
η υπόληψη
αγγλικά : honor (en)
γαλλικά : honneur (fr)
γερμανικά : Ehre (de)
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
τιμή < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *kʷi-mā- < *kʷei- (τιμή, αξία)
Ουσιαστικό
τιμή θηλυκό
η ένδειξη σεβασμού, η αναγνώριση της αξίας
το αξίωμα, η εξουσία
(κατ' επέκταση) το πρόσωπο που έχει αξίωμα
η τιμητική προσφορά
ο προσδιορισμός της περιουσίας
η εκτίμηση της ζημιάς
(συνεκδοχικά) η αποζημίωση σαν ποινή
Συγγενικές λέξεις
τίω
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License