Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τερατολογία | οι | τερατολογίες |
γενική | της | τερατολογίας | των | τερατολογιών |
αιτιατική | την | τερατολογία | τις | τερατολογίες |
κλητική | τερατολογία | τερατολογίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
τερατολογία < αρχαία ελληνική τερατολογία < τέρας + λέγω
Ουσιαστικό
τερατολογία θηλυκό
απαίσια, χυδαία, υβριστικά, συκοφαντικά ή μειωτικά λόγια
το να μιλάει κάποιος κακόψυχα σαν να ήταν τέρας
παρατραβηγμένη μεταφυσική αφήγηση ιστορίας που έχει ως χαρακτήρες τέρατα
(κατʼ επέκταση) μεγάλο ψέμα
Άλλες μορφές
τερατολόγημα
Συγγενικές λέξεις
→ δείτε τις λέξεις τερατολόγος, τέρας και λέγω
Μεταφράσεις
τερατολογία
αγγλικά : teratology (en)
αλβανικά : teratologji (sq)
αστουριανά : teratoloxía (ast)
βουλγαρικά : тератология (bg)
γαλλικά : tératologie (fr)
γερμανικά : Teratologie (de)
δανικά : teratologi (da)
ισπανικά : teratología (es)
ιταλικά : teratologia (it)
κροατικά : teratologija (hr)
ολλανδικά : teratologie (nl)
ουγγρικά : teratológia (hu)
ουκρανικά : тератологія (uk)
πολωνικά : teratologia (pl)
πορτογαλικά : teratologia (pt)
ρωσικά : тератология (ru)
σλοβενικά : teratologija (sl)
σουηδικά : teratologi (sv)
φινλανδικά : teratologia (fi)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License