Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τέρας | τα | τέρατα |
γενική | του | τέρατος | των | τεράτων |
αιτιατική | το | τέρας | τα | τέρατα |
κλητική | τέρας | τέρατα | ||
Κατηγορία όπως «κρέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
τέρας < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική τέρας
για τη μεταφορική σημασία < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική monstre [1]
Ουσιαστικό
τέρας ουδέτερο
ένζωος οργανισμός που έχει δυσμορφίες, που έχει ακανόνιστη σωματική διάπλαση
φανταστικό ζώο που δεν υπάρχει και είναι μεγάλο και τρομακτικό
(μεταφορικά) κάτι πολύ υπερβολικό:
σε ασχήμια
σε κακία
σε ικανότητα
είναι τέρας ευφυΐας
αντικείμενο πάρα πολύ μεγάλο και άσχημο
Εκφράσεις
ιερό τέρας
σημεία και τέρατα
Σύνθετα
τερατογένεση
τερατογόνος
τερατολογία
τερατολόγος
τερατομορφία
τερατόμορφος
τερατούργημα
Μεταφράσεις
ανύπαρκτο, μεγάλο και τρομακτικό ζώο
αγγλικά : monster (en)
γαλλικά : monstre (fr)
γερμανικά : Ungeheuer (de)
εσπεράντο : monstro (eo)
πολωνικά : potwór (pl)
Αναφορές
τέρας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License