ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο


Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τελώνης οι τελώνες
      γενική του τελώνη των τελωνών
    αιτιατική τον τελώνη τους τελώνες
     κλητική τελώνη τελώνες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τελώνης < αρχαία ελληνική τελώνης < τέλος < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷel- (κινώ, στρίβω)

Ουσιαστικό

τελώνης αρσενικό

ο προϊστάμενος του τελωνείου
(θρησκεία) ο αμαρτωλός που έχει μετανοήσει

Συγγενικές λέξεις

ατελώνιστα
ατελώνιστος
αρχιτελώνης
εκτελωνίζω
εκτελώνιση
εκτελωνισμός
εκτελωνιστής
εκτελωνιστικός
εκτελωνίστρια
τελωνειακός
τελωνείο
τελωνίζω
τελώνιο
τελωνοφύλακας
τελωνοφυλακή

Μεταφράσεις
τελώνης

αγγλικά : customs officer (en), tax collector (en)
γαλλικά : douanier (fr), publicain (fr) (στο Ευαγγέλιο)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License