Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τελετουργία | οι | τελετουργίες |
γενική | της | τελετουργίας | των | τελετουργιών |
αιτιατική | την | τελετουργία | τις | τελετουργίες |
κλητική | τελετουργία | τελετουργίες |
Ετυμολογία
τελετουργία < (ελληνιστική κοινή) < τελετή + -ουργία (< ἔργον)
Ουσιαστικό
τελετουργία θηλυκό
το σύνολο των επίσημων-συμβολικών πράξεων που γίνονται με καθορισμένη τάξη όταν τελείται μια θρησκευτική ή άλλη τελετή
Το ορθόδοξο θρήσκευμα του ηγεμόνα προβλεπόταν από το βουλγαρικό Σύνταγμα, αλλά η συγκεκριμένη τελετουργία βάπτισης επινοήθηκε από την Εκκλησία και τις συντηρητικές-ρωσσόφιλες δυνάμεις ... (Αγγελική Κωνσταντακοπούλου, "ΒΟΥΛΓΑΡΙΑ, Σόφια 1896", εφημερίδα ΑΥΓΗ, 29 Αυγούστου 2010)
(κατʼ επέκταση) ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο εξελίσσεται ένα οποιοδήποτε γεγονός, προσλαμβάνοντας έτσι επίσημο χαρακτήρα
η τελετουργία του τσαγιού στην Κίνα
Συγγενικές λέξεις
τελετουργικός
τελετουργικό
τελετουργικά
Μεταφράσεις
τελετουργία
γαλλικά : rite (fr), cérémonial (fr)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License