τελεσίγραφο
Ελληνικά
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τελεσίγραφο | τα | τελεσίγραφα |
γενική | του | τελεσιγράφου | των | τελεσιγράφων |
αιτιατική | το | τελεσίγραφο | τα | τελεσίγραφα |
κλητική | τελεσίγραφο | τελεσίγραφα | ||
Παράρτημα |
Ετυμολογία
τελεσίγραφο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
τελεσίγραφο ουδέτερο
έσχατο, οριστικό έγγραφο, διατύπωση όρων τελειωτικών και αμετάβλητων
είδος διπλωματικού εγγράφου που περιλαμβάνει αξιώσεις και χρονική προθεσμία με βαρύ αντίκτυπο σε περίπτωση μη απάντησης ως και τη διακοπή διπλωματικών σχέσεων ή και τον πόλεμο
Συνώνυμα
ουλτιμάτο
Μεταφράσεις
τελεσίγραφο
αγγλικά : ultimatum (en)
γαλλικά : ultimatum (fr)
γερμανικά : Ultimatum (de)
πορτογαλικά : ultimato (pt)
ρωσικά : ультиматум (ru)
φινλανδικά : uhkavaatimus (fi)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License