τελείωση
Ελληνικά
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τελείωση | οι | τελειώσεις |
γενική | της | τελείωσης & τελειώσεως |
των | τελειώσεων |
αιτιατική | την | τελείωση | τις | τελειώσεις |
κλητική | τελείωση | τελειώσεις | ||
Παράρτημα |
Ετυμολογία
τελείωση < αρχαία ελληνική τελείωσις < τελειόω / τελειῶ < τέλειος < τέλος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kʷel- (κινώ, στρίβω)
Προφορά
ΔΦΑ : /tε.ˈli.ɔ.si/
Ουσιαστικό
τελείωση θηλυκό
η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του τελειώνομαι, το να γίνεται κάποιος τέλειος
ολοκλήρωση, περάτωση έργου
βελτίωση
... σχεδίαση με κουκκίδες (όπως ράστερ και πουαντιγισμός)
Συνώνυμα
(τελειοποίηση)
Συγγενικές λέξεις
→ δείτε τις λέξεις τελειώνω, τέλειος και τέλος
Μεταφράσεις
επίτευξη τελειότητας
αγγλικά : paragonisation, paragonization (λείπουν μεταφράσεις) (επίτεξη: fulfillment)
καταληκτική ολοκλήρωση
αγγλικά : conclusion (en), end (en), termination (en), ending (en), finish (en), close (en), resolution (en), climax (en), finale (en), culmination (en), denouement (en)· epilogue (en), coda (en), peroration (en)· ανεπίσημο: wind-up (en)
ζωγραφικός στιγματισμός (όχι πουαντιλισμός)
αγγλικά : σχεδίαση με τελείες σταθερής διαμέτρου, στιγματισμός [και όχι πουαντιλισμός/πουαντιγισμός/pointillism]: stippling (en)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License