Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τεκμήριο | τα | τεκμήρια |
γενική | του | τεκμηρίου & τεκμήριου |
των | τεκμηρίων |
αιτιατική | το | τεκμήριο | τα | τεκμήρια |
κλητική | τεκμήριο | τεκμήρια | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
τεκμήριο < αρχαία ελληνική τεκμήριον < τεκμαίρομαι < τέκμαρ
Ουσιαστικό
τεκμήριο ουδέτερο
συμπέρασμα βάσει αποδεικτικών στοιχείων
αποδεικτικό στοιχείο, πειστήριο
ψηφιακό ηλεκτρονικό αρχείο που περιλαμβάνει δεδομένα (όπως κείμενο, εικόνες, ήχους), με ή χωρίς το υλικό μέσο στο οποίο το αρχείο αυτό έχει αποθηκευτεί (δίσκος, δισκέτα, CD, DVD)
Συγγενικές λέξεις
τεκμαίρομαι
τεκμαρτός
τεκμηριωμένα
τεκμηριωμένος
τεκμηριώνω
τεκμηρίωση
τεκμηριωτικός
Εκφράσεις
κατά τεκμήριο: αποδεδειγμένα
μαχητό/αμάχητο τεκμήριο:
Μεταφράσεις
τεκμήριο
αγγλικά : 1, 2: evidence (en), presumption (en) 3: document (en)
γαλλικά : preuve (fr), présomption (fr), indice (fr)
γερμανικά : 1. Folgerung (de)θηλυκό, 2. Beweis (de)αρσενικό, Indiz (de)ουδέτερο
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License