ταβάνι
Ελληνικά
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ταβάνι | τα | ταβάνια |
γενική | του | ταβανιού | των | ταβανιών |
αιτιατική | το | ταβάνι | τα | ταβάνια |
κλητική | ταβάνι | ταβάνια | ||
Παράρτημα |
Παράρτημα
Ετυμολογία
ταβάνι < τουρκική tavan + -ι. Και νταβάνι με [t] > [d][1]
Προφορά
ΔΦΑ : /taˈva.ni/
Ουσιαστικό
ταβάνι ουδέτερο
η οροφή ενός δωματίου από την οπτική γωνία αυτού που βρίσκεται μέσα στο δωμάτιο
θα βάψουμε το ταβάνι άσπρο και τους τοίχους γαλάζιους
Άλλες μορφές
νταβάνι
Συγγενικές λέξεις
ταβανώνω
ταβάνωμα
Σύνθετα
ταβανόπροκα
ταβανοσάνιδο
ταβανόσκουπα
χαμηλοτάβανος
ψηλοτάβανος
Δείτε επίσης
ντάβανος (διαφορετικού ετύμου)
Μεταφράσεις
ταβάνι
αγγλικά : ceiling (en)
βουλγαρικά : таван (bg)
γαλλικά : plafond (fr)
πολωνικά : sufit (pl)
φινλανδικά : laipio (fi)Αναφορές
Μεσαιωνικά ελληνικά
Ετυμολογία
ταβάνι < λατινική taban(us) + -ι(ον). Δείτε και νταβάνι. Επίσης, ντάβανος[1]
Ουσιαστικό
ταβάνι ουδέτερο
(εντομολογία) το νταβάνι, έντομο που μοιάζει με μύγα και απομυζά αίμα ζώων
Άλλες μορφές
νταβάνι
ντάβανος
τάβανος
Αναφορές
ταβάνι στο Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License