τάτσι μίτσι κότσι
Ελληνικά
Ετυμολογία
τάτσι μίτσι κότσι < εκ των αλβανικών υποκοριστικών ονομάτων Τάτσης (Τάκης), Μήτσης (Μήτσος) και Κώτσης (Κώτσος)
Επίρρημα
τάτσι μίτσι κότσι
με μυστική αλληλεγγύη, συνεργασία
για κάποιους οι οποίοι συμφωνούν και συνεργάζονται με σκοπό να εξυπηρετήσουν τα, συνήθως ύποπτα, κοινά τους συμφέροντα
τα κάνατε τάτσι μίτσι κότσι για να φάτε την κληρονομιά
Μεταφράσεις
τάτσι μίτσι κότσι
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License