ταρίφα
Ελληνικά
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ταρίφα | οι | ταρίφες |
γενική | της | ταρίφας | των | ταριφών |
αιτιατική | την | ταρίφα | τις | ταρίφες |
κλητική | ταρίφα | ταρίφες | ||
Παράρτημα |
Ετυμολογία
ταρίφα < ιταλικά tariffa αραβικά tar’af = δημοσίευση
Ουσιαστικό
ταρίφα θηλυκό
χρονοχρέωση
τιμολόγιο, διατίμηση
Αντώνυμα
σημαία (el)
Μεταφράσεις
ταρίφα
]
αγγλικά : rate (en) : charge, price, cost, tariff, hire, fare, figure, amount, outlay; tax, duty, levy, toll; fee, remuneration, pay, payment, wage, allowance; damage
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License