ταράκουλο
Ελληνικά
Ετυμολογία
ταράκουλο < →
Ουσιαστικό
ταράκουλο ουδέτερο
μεγάλη ψυχική ταραχή· κυρίως στην ονομαστική του ενικού σε εκφράσεις όπως: με πιάνει / μού 'ρθε / παθαίνω ταράκουλο
Μεταφράσεις
ταράκουλο
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License