ταραχή
Ελληνικά
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ταραχή | οι | ταραχές |
γενική | της | ταραχής | των | ταραχών |
αιτιατική | την | ταραχή | τις | ταραχές |
κλητική | ταραχή | ταραχές | ||
Παράρτημα |
Ετυμολογία
ταραχή < αρχαία ελληνική ταραχή < ταράσσω
Προφορά
ΔΦΑ : /ta.ɾa.ˈçi/
Ουσιαστικό
ταραχή θηλυκό
ψυχοσωματική ανησυχία και αναστάτωση
Φοβάται μήπως διασταυρωθούν τα βλέμματά μας και τα χάσει από την ταραχή. (Πέτρος Μάρκαρης, Βασικός μέτοχος)
αταξία και αναστάτωση που επικρατεί σε κάποιο μέρος ή σ’ ένα σύνολο ανθρώπων
βίαιη ανακίνηση
(παρωχημένο) θόρυβος
(στον πληθυντικό) ταραχές κοινωνικές αναστατώσεις και εκδηλώσεις διαμαρτυρίας
Συνώνυμα
ανακατωσούρα
αναστάτωση
ανησυχία
αταξία
διατάραξη
διασάλευση
φασαρία
Αντώνυμα
γαλήνη
ηρεμία
νηφαλιότητα
Συγγενικές λέξεις
→ δείτε τη λέξη ταράζω
Μεταφράσεις
ταραχή
αγγλικά : disturbance (en)
γαλλικά : trouble (fr)
ισπανικά : alteración (es)
ιταλικά : agitazione (it)
ουγγρικά : háborgás (hu)
πορτογαλικά : motim (pt)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License