ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο


ταλαιπωρία

Ελληνικά

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ταλαιπωρία οι ταλαιπωρίες
      γενική της ταλαιπωρίας των ταλαιπωριών
    αιτιατική την ταλαιπωρία τις ταλαιπωρίες
     κλητική ταλαιπωρία ταλαιπωρίες
Παράρτημα

Ετυμολογία

ταλαιπωρία < αρχαία ελληνική ταλαιπωρία < ταλαίπωρος
Ουσιαστικό

ταλαιπωρία θηλυκό

σωματική ή ψυχική καταπόνηση

Μεγάλη ταλαιπωρία στο αεροδρόμιο από την απεργία των ελεγκτών εναέριας κυκλοφορίας.

Συγγενικές λέξεις

→ δείτε τη λέξη ταλαίπωρος

Συνώνυμα

βάσανο
καταπόνηση
κούραση
παίδεμα
τυραννία

Μεταφράσεις
ταλαιπωρία

αγγλικά : throes of (en) something
γαλλικά : fatigue (fr), épuisement (fr), tracasserie (fr), épreuve (fr), désagrément (fr)
εσθονικά : ebamugavus (et)
ισπανικά : fatiga (es)
ιταλικά : pena (it)

ουγγρικά : megpróbáltatás (hu)
πορτογαλικά : desconforto (pt)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License