τακτοποιώ
Ελληνικά
Ετυμολογία
τακτοποιώ < (η λέξη μαρτυρείται από το 1855) τάξη και ποιώ < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική mettre en ordre
Ρήμα
τακτοποιώ (παθητικό : τακτοποιούμαι)
βάζω σε τάξη αντικείμενα
Τακτοποιείστε το δωμάτιο βρε παιδιά!
βάζω σε τάξη, ρυθμίζω καθημερινές μικροϋποθέσεις ή σοβαρές εκκρεμότητες
-Σε ζητούσε ο Τάκης το πρωί. Τι θέλει πάλι; -Μην ασχολείσαι. Το τακτοποίησα
εξοφλώ
Τάσο να τακτοποιήσεις τη ΔΕΗ γιατί θα μας κόψουν το ρεύμα
διορίζω κάποιον κάνοντας ρουσφέτι
Μη σκας για τον Τάσο. Όταν δεν τον τακτοποιεί η ΝΔ τον τακτοποιεί το ΠΑΣΟΚ. Παντού έχει άκριες
ησυχάζω μετά από κάποια περίοδο σχετικής αναστάτωσης ή αναζήτησης
Τα παιδιά τακτοποιήθηκαν στο καινούργιο σπίτι ή όχι ακόμα;
Ο γιος σου τακτοποιήθηκε ή ακόμα ψάχνει για δουλειά ο ταλαίπωρος;
Άλλες μορφές
ταχτοποιώ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τακτοποιώ | τακτοποιούσα | θα τακτοποιώ | να τακτοποιώ | τακτοποιώντας | |
β' ενικ. | τακτοποιείς | τακτοποιούσες | θα τακτοποιείς | να τακτοποιείς | (τακτοποίει) | |
γ' ενικ. | τακτοποιεί | τακτοποιούσε | θα τακτοποιεί | να τακτοποιεί | ||
α' πληθ. | τακτοποιούμε | τακτοποιούσαμε | θα τακτοποιούμε | να τακτοποιούμε | ||
β' πληθ. | τακτοποιείτε | τακτοποιούσατε | θα τακτοποιείτε | να τακτοποιείτε | τακτοποιείτε | |
γ' πληθ. | τακτοποιούν(ε) | τακτοποιούσαν(ε) | θα τακτοποιούν(ε) | να τακτοποιούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | τακτοποίησα | θα τακτοποιήσω | να τακτοποιήσω | τακτοποιήσει | ||
β' ενικ. | τακτοποίησες | θα τακτοποιήσεις | να τακτοποιήσεις | τακτοποίησε | ||
γ' ενικ. | τακτοποίησε | θα τακτοποιήσει | να τακτοποιήσει | |||
α' πληθ. | τακτοποιήσαμε | θα τακτοποιήσουμε | να τακτοποιήσουμε | |||
β' πληθ. | τακτοποιήσατε | θα τακτοποιήσετε | να τακτοποιήσετε | τακτοποιήστε | ||
γ' πληθ. | τακτοποίησαν τακτοποιήσαν(ε) |
θα τακτοποιήσουν(ε) | να τακτοποιήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω τακτοποιήσει | είχα τακτοποιήσει | θα έχω τακτοποιήσει | να έχω τακτοποιήσει | ||
β' ενικ. | έχεις τακτοποιήσει | είχες τακτοποιήσει | θα έχεις τακτοποιήσει | να έχεις τακτοποιήσει | ||
γ' ενικ. | έχει τακτοποιήσει | είχε τακτοποιήσει | θα έχει τακτοποιήσει | να έχει τακτοποιήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε τακτοποιήσει | είχαμε τακτοποιήσει | θα έχουμε τακτοποιήσει | να έχουμε τακτοποιήσει | ||
β' πληθ. | έχετε τακτοποιήσει | είχατε τακτοποιήσει | θα έχετε τακτοποιήσει | να έχετε τακτοποιήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν τακτοποιήσει | είχαν τακτοποιήσει | θα έχουν τακτοποιήσει | να έχουν τακτοποιήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τακτοποιούμαι | τακτοποιούμουν | θα τακτοποιούμαι | να τακτοποιούμαι | τακτοποιούμενος | |
β' ενικ. | τακτοποιείσαι | τακτοποιούσουν | θα τακτοποιείσαι | να τακτοποιείσαι | ||
γ' ενικ. | τακτοποιείται | τακτοποιούνταν | θα τακτοποιείται | να τακτοποιείται | ||
α' πληθ. | τακτοποιούμαστε | τακτοποιούμασταν τακτοποιούμαστε |
θα τακτοποιούμαστε | να τακτοποιούμαστε | ||
β' πληθ. | τακτοποιείστε | τακτοποιούσασταν τακτοποιούσαστε |
θα τακτοποιείστε | να τακτοποιείστε | τακτοποιείστε | |
γ' πληθ. | τακτοποιούνται | τακτοποιούνταν | θα τακτοποιούνται | να τακτοποιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | τακτοποιήθηκα | θα τακτοποιηθώ | να τακτοποιηθώ | τακτοποιηθεί | ||
β' ενικ. | τακτοποιήθηκες | θα τακτοποιηθείς | να τακτοποιηθείς | τακτοποιήσου | ||
γ' ενικ. | τακτοποιήθηκε | θα τακτοποιηθεί | να τακτοποιηθεί | |||
α' πληθ. | τακτοποιηθήκαμε | θα τακτοποιηθούμε | να τακτοποιηθούμε | |||
β' πληθ. | τακτοποιηθήκατε | θα τακτοποιηθείτε | να τακτοποιηθείτε | τακτοποιηθείτε | ||
γ' πληθ. | τακτοποιήθηκαν τακτοποιηθήκαν(ε) |
θα τακτοποιηθούν(ε) | να τακτοποιηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω τακτοποιηθεί | είχα τακτοποιηθεί | θα έχω τακτοποιηθεί | να έχω τακτοποιηθεί | τακτοποιημένος | |
β' ενικ. | έχεις τακτοποιηθεί | είχες τακτοποιηθεί | θα έχεις τακτοποιηθεί | να έχεις τακτοποιηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει τακτοποιηθεί | είχε τακτοποιηθεί | θα έχει τακτοποιηθεί | να έχει τακτοποιηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε τακτοποιηθεί | είχαμε τακτοποιηθεί | θα έχουμε τακτοποιηθεί | να έχουμε τακτοποιηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε τακτοποιηθεί | είχατε τακτοποιηθεί | θα έχετε τακτοποιηθεί | να έχετε τακτοποιηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν τακτοποιηθεί | είχαν τακτοποιηθεί | θα έχουν τακτοποιηθεί | να έχουν τακτοποιηθεί |
Μεταφράσεις
τακτοποιώ
βουλγαρικά : подреждам (bg)
γαλλικά : ranger (fr)
ισπανικά : arreglar (es)
ιταλικά : aggiustare (it)
ουγγρικά : elrendez (hu)
πολωνικά : ustalam (pl)
πορτογαλικά : dispor (pt)
ρουμανικά : aranja (ro)
ρωσικά : упорядочивать (ru)
σερβικά : регулисати (sr)
σουηδικά : arrangera (sv)
τσεχικά : urovnávat (cs)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License