ταφτάς
Ελληνικά
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ταφτάς | οι | ταφτάδες |
γενική | του | ταφτά | των | ταφτάδων |
αιτιατική | τον | ταφτά | τους | ταφτάδες |
κλητική | ταφτά | ταφτάδες | ||
Παράρτημα |
Ετυμολογία
ταφτάς < τουρκική tafta < περσική تافته (tāfta)
Ουσιαστικό
ταφτάς αρσενικό
μεταξένιο ύφασμα από λεπτό νήμα και πυκνή ύφανση
Μεταφράσεις
ταφτάς
αγγλικά : taffeta (en)
εσπεράντο : tafto (eo)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License