ταχτάρισμα
Ελληνικά
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ταχτάρισμα | τα | ταχταρίσματα |
γενική | του | ταχταρίσματος | των | ταχταρισμάτων |
αιτιατική | το | ταχτάρισμα | τα | ταχταρίσματα |
κλητική | ταχτάρισμα | ταχταρίσματα | ||
Παράρτημα |
Ετυμολογία
ταχτάρισμα < ταχταρίζω
Ουσιαστικό
ταχτάρισμα ουδέτερο
το να χορεύεις ένα βρέφος στην αγκαλιά σου
Μεταφράσεις
ταχτάρισμα
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License